- γλαύκιο
- το (Α γλαύκιον)ονομασία φυτού τής οικογένειας παπαβερίδαιαρχ.υδρόβιο πτηνό με γλαυκά μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Το φυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. από το χρώμα του, το δε πτηνό από το χρώμα τών ματιών του].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριόδεντρο — Κοινή ονομασία του φυτού γλαύκιο το ξανθό της οικογένειας των παπαβεριδών. Είναι διετής πόα, λεία, ύψους 30 70 εκ., με φύλλα γλαυκού χρώματος και άνθη μεγάλα, χρυσοκίτρινα. Ο καρπός της είναι κάψα, λεία, στενή και μακριά. Είναι αυτοφυής σε εδάφη… … Dictionary of Greek
γλαυκίσκος — γλαυκίσκος, ο (Α) 1. ονομασία ψαριού με γλαυκό χρώμα 2. το φυτό γλαύκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαύκος, με τη σημ. 1 και < γλαυκός, με τη σημ. 2] … Dictionary of Greek